στουρναρόπετρα

στουρναρόπετρα
η, Ν
στουρνάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσακμακόπετρα — η, Ν 1. η πέτρα τσακμακιού 2. η πέτρα κάθε αναπτήρα 3. κοινή ονομασία τού πυριτόλιθου, αλλ. στουρναρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακμάκι + πέτρα] …   Dictionary of Greek

  • πυρόλιθος — ο (ορυκτ.), ορυκτό, παραλλαγή του χαλαζία, που βγάζει σπίθες όταν χτυπιέται, αλλ. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα, στουρναρόπετρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσακμακόπετρα — η 1. η πέτρα του τσακμακιού. 2. ο πυριτόλιθος, η στουρναρόπετρα, το στουρνάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”